top of page

Επέμβαση εφετείου στην πρωτόδικη ποινή

  • Εικόνα συγγραφέα: Κωνσταντίνος Γ. Καζαντζής
    Κωνσταντίνος Γ. Καζαντζής
  • 28 Νοε 2023
  • διαβάστηκε 3 λεπτά

Στην πρόσφατη απόφαση του το νεοσυσταθέντος Εφετείου με παραπομπή στην πλούσια νομολογία επι του θέματος, αναφέρθηκε ότι ‘’αποτελεί σταθερή νομολογιακή θέση ότι το καθήκον επιμέτρησης ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε περίπτωση που διαπιστώνεται σφάλμα αρχής ή όταν η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής και δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του Νόμου, δεν είναι αποτρεπτική και δεν προστατεύει το κοινό’’[1].


Στην S.J.L. αναφέρθηκε ότι «Το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. ’’[2]


Στην Γεωργίου αναφέρθηκε ότι ‘’ Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής και/ή ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις’’[3].


Ως σφάλμα αρχής κρίθηκε η λανθασμένη ανάδειξη ως ιδιάζουσας σημασίας επιβαρυντικών πτυχών της υπόθεσης που αφορούσαν αδικήματα για τα οποία ο κατηγορούμενος έτυχε αναστολής ποινικής δίωξης και όταν το δικαστήριο αγνόησε αναγνωρισμένους μετριαστικούς παράγοντες, αφού ως ελέχθει ‘’ένα Δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει κατ' ουσίαν υπόψη και όχι να δημιουργείται η εντύπωση μέσα από το σκεπτικό του ότι απλή και μόνο λεκτική αναφορά γίνεται χωρίς αντίκρισμα στην επιβληθείσα ποινή΄΄.[4]


Είναι επίσης αναγνωρισμένο ότι ένα δικαστήριο κατά την επιβολή ποινής θα πρέπει να γνωρίζει όλα τα αντικειμενικά δεδομένα είτε υπέρ ή κατά του κατηγορούμενου, που δυνατό να επηρεάσουν το είδος ή το ύψος της ποινής. Σε τέτοιες περιπτώσεις το εφετείο δεν εξετάζει το εάν η ποινή που υποβλήθηκε είναι ορθή ή όχι ως ποινικό μέτρο. Εκείνο που εξετάζεται όμως, είναι η πιθανότητα το δικαστήριο να επέβαλλε διαφορετική ποινή, όσο αφορά το ύψος της, εάν γνώριζε όλα τα γεγονότα που θα έπρεπε να λάβει υπόψη.


Δικαιολογείται λοιπόν η επέμβαση του εφετείο  στη βάση αντικειμενικού δεδομένου που απουσίαζε κατά την επιβολή της ποινής από το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως λόγου χάρη ότι ο κατηγορούμενος έτυχε προεδρικής χάρης, υπό τον όρο ότι εάν κατά την διάρκεια της περιόδου αναστολής διέπραττε νέο αδίκημα και καταδικαζόταν γι' αυτό σε ποινή φυλάκισης, η ανασταλείσα ποινή θα ενεργοποιούταν αυτόματα έτσι ώστε μετά την έκτιση της οποιασδήποτε νέας ποινής ο κατάδικος να εκτίσει, στη συνέχεια, το υπόλοιπο της ποινής του, που είχε ανασταλεί με το προεδρικό ένταλμα.

Ως ελέχθει, «είναι θεμελιωμένη αρχή της επιβολής ποινών ότι όταν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε ένα κατηγορούμενο ή όταν επιβάλλεται μια ποινή και ταυτόχρονα ενεργοποιείται άλλη ανασταλείσα ποινή, διαδοχικά προς την δεύτερη ποινή που επιβάλλεται, το καθήκον του Δικαστηρίου που επιβάλλει τέτοια ποινή είναι να βεβαιωθεί πως το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό (Δέστε: Bocskei [1970] 54 Cr. App. R. 519).


Το επιβάλλον ποινή Δικαστήριο, υπό συνθήκες όπως της παρούσας υπόθεσης, θα πρέπει να λάβει υπόψη του και την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του αδικήματος και της ποινής. Σε κάθε περίπτωση η συνολική ποινή που επιβάλλεται σε ένα κατηγορούμενο πρέπει να είναι ανάλογη προς το αδίκημα που διέπραξε. Οι ίδιες αρχές ισχύουν και στην περίπτωση ενεργοποίησης ποινής φυλάκισης διαδοχικά προς την επιβαλλόμενη ποινή. Και πάλιν σε τέτοια περίπτωση το τελικό καθήκον του Δικαστηρίου είναι να εξετάσει κατά πόσο το σύνολο των ποινών είναι υπερβολικό και αν είναι υπερβολικό να το μειώσει έτσι ώστε να είναι δίκαιο για τον κατηγορούμενο (Δέστε: Rafferty, 23.11.71, 2800/B/71, η οποία αναφέρεται στο σύγγραμμα D.A. Thomas, Principles of Sentencing, 2nd Ed., p.255).»[5]

 

Disclaimer:Το παρών άρθρο περιέχει πληροφορίες μόνο για γενική καθοδήγηση και δεν υποκαθιστά τις επαγγελματικές συμβουλές, τις οποίες πρέπει να ζητάτε πριν προβείτε σε οποιαδήποτε ενέργεια.


Συντάκτης

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κ. ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ Δ.Ε.Π.Ε.

ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ

 

 


[1] Γενικός Εισαγγελέας v. Kabeer Khan Ποινική Έφεση 123/23, ημερομηνίας 15.09.2023

[2] S. J. L. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 129/2021 κ.α. ημερ. 27.10.22

[3] Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525

[4] Νικόλαος Γιαννάκης v. Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 364

[5] Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 62

Comments


Textured Wall

Στοιχεία Επικοινωνίας

Τηλ: 22877400

Fax: 22877403

Διεύθυνση

Ώρες Λειτουργίας

08:00 - 18:30, Δευ - Παρ

  • Facebook
  • LinkedIn

@Giorgos K. Kazantzis LLC 2023

bottom of page