Κράτηση κατηγορούμενου εκκρεμούσης της δίκης του
- Κωνσταντίνος Γ. Καζαντζής
- 28 Δεκ 2023
- διαβάστηκε 6 λεπτά
Σύμφωνα με το άρθρο 157(1) της Ποινικής Δικονομίας το δικαστήριο έχει την διακριτική ευχέρεια να απολύει με εγγύηση κατηγορούμενο, μέχρι την τελική ετυμηγορία του. Η διακριτική αυτή ευχέρεια θα πρέπει να εξασκείται πάντα έχοντας υπόψη τα συνταγματικά δικαιώματα της ελευθερίας και της προσωπικής ασφάλειας, τα οποία κατοχυρώνουν τα άρθρα 11.1 του Συντάγματος και 5.1 της ΕΣΔΑ, αφού η κράτηση εκκρεμούσης της δίκης είναι νομολογημένο ότι αποτελεί μέτρο κατ΄εξαίρεση.[1] Αυτή τούτη η προδιάθεση για απόλυση είναι επίσης απόρροια του τεκμήριου της αθωότητας(12.4 του Συντάγματος).[2] Ιδιαίτερα το τελευταίο επιβάλλει όπως το ενδεχόμενο κράτησης εκκρεμούσης της δίκης να εξετάζεται με ιδιαίτερη αυστηρότητα και προσοχή, βάσει των αρχών της πλούσιας νομολογίας επι του θέματος.[3]
Προκύπτει από τα ανωτέρω πως ως θέμα γενικής αρχής συνταγματικά καθιερωμένης, σε κάθε αίτημα για κράτηση κατηγορούμενου εκκρεμούσης της δίκης του, η πρώτη επιλογή των δικαστηρίων θα πρέπει να είναι η απόλυση υπό όρους.[4]
Η κάθε εξέταση κράτησης ενός κατηγορούμενου εκκρεμούσης της δίκης του γίνεται με αναφορά σε τρείς κινδύνους, τους οποίους η νομολογία όρισε ότι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο.[5] Οι τρείς ακόλουθοι κίνδυνοι είναι αυτοτελείς και δεν απαιτείται όπως συντρέχουν για να διατάξει το δικαστήριο την κράτηση, αφού έκαστος εξ αυτών δύναται να δικαιολογήσει την κράτηση. [6]
Οι κίνδυνοι αυτοί είναι:
Α. Κίνδυνος φυγοδικίας,
Β. Επηρεασμός μαρτύρων και
Γ. Διάπραξης άλλων αδικημάτων στο μεσοδιάστημα.
Όσον αφορά το πως το δικαστήριο θα πρέπει να εξετάζει τους ανωτέρω κινδύνους, χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας:
«Η πρόβλεψη αναφορικά με την ύπαρξη και την αποτίμηση τέτοιων κινδύνων δεν μπορεί παρά να στηρίζεται είτε σε στοιχεία που προέρχονται από το ιστορικό του υπόδικου ή της υπόθεσης είτε σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της. Τα στοιχεία που είναι σχετικά συμπεριλαμβάνουν την προηγούμενη προσέλευση ή μη προσέλευση όπως και την εκδήλωση προθέσεων για το μέλλον, την ύπαρξη προηγούμενων καταδικών για παρόμοια αδικήματα σε συνάρτηση με τη φύση τους, την πιθανολόγηση περί της ήδη διάπραξης στο μεταξύ και άλλων αδικημάτων, και την προσπάθεια ή την εκδήλωση διάθεσης επηρεασμού μαρτύρων.
Έπειτα, οι εγγενείς ενδείξεις είναι τρεις. Τις μνημονεύσαμε ήδη με αναφορά προς τα ερείσματα της εκκαλούμενης απόφασης. Πρόκειται για (α) τη σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία αναφέρονται οι κατηγορίες· (β) την εκτίμηση ότι το διαθέσιμο αποδεικτικό υλικό καθιστά πιθανή την καταδίκη· και (γ) την αυστηρότητα της επιβληθησόμενης ποινής: Η εικόνα που προκύπτει κατόπιν αποτίμησης και συσχετισμού αυτών των ενδείξεων, θεμελιώνει - υπό την αίρεση πάντοτε του συνυπολογισμού και κάποιου άλλου συγκεκριμένου στοιχείου - την πρόβλεψη για προσέλευση ή μη του υπόδικου. Ιδιαίτερο σχόλιο χρειάζεται μόνο για το πώς αντικρίζεται η δεύτερη ένδειξη. Η πιθανολόγηση περί καταδίκης αποτελεί κατ' αρχήν εγχείρημα που δεν περιορίζεται σε μόνο ό,τι εκφράζεται από το γεγονός της παραπομπής στο Κακουργιοδικείο το οποίο υποδηλώνει την ύπαρξη μαρτυρίας η οποία ανάλογα με τη δεκτότητα και την αξιολόγησή της, θα μπορούσε να κατατείνει προς ενοχή. Έτσι, το δικαστήριο που εξετάζει ζήτημα κράτησης υπόδικου λαμβάνει υπόψη και την ισχύ της μαρτυρίας όπου προσφέρεται στην όψη της αυτή η δυνατότητα».
Στο στάδιο αυτό που το δικαστήριο καλείται να εξετάσει την ισχύ της μαρτυρίας, το δικαστήριο δεν εξετάζει αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση καταδίκης του κατηγορούμενου. Το μόνο που το δικαστήριο εξετάζει σε αυτό το πρώιμο στάδιο είναι το ενδεχόμενο της καταδίκης, χωρίς να επιτρέπεται στο στάδιο αυτό να προβεί σε αξιολόγηση της μαρτυρίας.[7]
Κίνδυνος Φυγοδικίας
Είναι νομολογημένο ότι όσο πιο σοβαρό είναι το αδίκημα, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το κίνητρο του κατηγορούμενου για να μην παρουσιαστεί στο δικαστήριο.[8] Στην Δημητρίου v. Αστυνομίας, έχει επίσης λεχθεί πως εάν η κράτηση του κατηγορούμενου ζητείται στην βάση μόνο του κινδύνου φυγοδικίας, η απόλυση του υπο όρους θα πρέπει να διαταχθεί, εάν είναι δυνατό να επιβληθούν ικανοποιητικοί όροι εγγύησης για την εξασφάλιση της παρουσίας του.
Στην Θεοχάρους v. Αστυνομίας, το εφετείο είπε ότι η σοβαρότητα του αδικήματος που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει, αποτελεί σημαίνοντα παράγοντα κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Στην Θεοχάρους v. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 48 αναφέρθηκε πώς:
«η σοβαρότητα του αδικήματος σε συνδυασμό προς την πιθανότητα καταδίκης και επιβολής αυστηρής ποινής αποτελούν τους βασικούς δείκτες σε σχέση με την πιθανότητα προσέλευσης των κατηγορουμένων κατά τη δίκη τους».
Στην αντίπερα όχθη όμως, όπως ελέχθει στην ίδια απόφαση «σε καμία περίπτωση η πιθανότητα μη προσέλευσης δεν εκτιμάται με κατά απομόνωση αναφορά στη σοβαρότητα του αδικήματος, την πιθανότητα καταδίκης και την επιβληθησόμενη ποινή, αυτόματα δηλαδή, χωρίς συνυπολογισμό άλλων σχετικών δεδομένων. Το εγχείρημα συνίσταται όχι απλώς στην αποτίμηση γενικών ενδεχομένων από την κατ΄ισχυρισμό διάπραξη του αδικήματος ορισμένης σοβαρότητας για το οποίο μπορεί να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος, αλλά στην αποτίμηση της πιθανότητας να διαφύγει.»
Στο τέλος της ημέρας το ζητούμενο είναι να διαπιστωθεί το εάν υπάρχει η όχι η πιθανότητα της φυγοδικίας.
Αφού το δικαστήριο εξετάσει τις ανωτέρω αντικειμενικές ενδείξεις για να διαπιστώσει αν υπάρχει η πιθανότητα φυγοδικίας, στην συνέχεια θα εξετάσει και θα συνυπολογίσει τα υποκειμενικά δεδομένα της κάθε υπόθεσης που έχει ενώπιον του. Τα υποκειμενικά αυτά δεδομένα προέρχονται από:[9]
Α. Το ιστορικό του κατηγορούμενου,
Β. Τον χαρακτήρα του,
Γ. Την κατοικία του,
Δ. Το επάγγελμα του,
Ε. Την οικονομική του κατάσταση,
Στ. Τους οικογενειακούς και άλλους δεσμούς με την Δημοκρατία και
Η. Τις προσωπικές του περιστάσεις.
Σε αποφάσεις του ΕΔΑΔ έχει αναφερθεί ότι η πιθανότητα ενός κατηγορούμενου να διαφύγει στο εξωτερικό με την απόλυσή του, δεν οδηγεί απαρέγκλιτα στο συμπέρασμα ότι θα διαφύγει. Ένας τέτοιος κίνδυνος θα πρέπει να εκτιμηθεί συνυπολογίζοντας όλα τα σχετικά δεδομένα, για να διαφανεί εάν οι δεσμοί του με την χώρα στην οποία διώκεται είναι τόσο ισχυροί που να λειτουργήσουν αποτρεπτικά στον κίνδυνο φυγοδικίας. [10]
Από την άλλη είναι νομολογημένο πως οι δεσμοί ενός κατηγορούμενου με την Δημοκρατία δεν επενεργούν από μόνοι τους, δηλαδή αυτόματα, ως ασπίδα σε αίτημα κράτησης, αφού τούτο θα επέτρεπε να υπερφαλαγγιστεί η σοβαρότητα του αδικήματος. Θα πρέπει το δικαστήριο να καταλήξει αφού σταθμίσει όλα εκείνα τα αντικειμενικά και υποκειμενικά δεδομένα της κάθε υπόθεσης.[11] Για να διαταχθεί η κράτηση θα πρέπει ο ανωτέρω συνυπολογισμός να οδηγεί κατά τρόπο εύλογο στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος θα διαφύγει εάν απολυθεί με εγγύηση.[12] Το δικαστήριο θα διατάξει την κράτηση μόνο εάν διαπιστώσει ότι ο κίνδυνος φυγοδικίας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με κατάλληλους όρους εγγύησης. Στην Βασιλείου v. Αστυνομίας λέχθηκε πως σε μια τέτοια περίπτωση «οι επιπτώσεις της κράτησης στην προσωπική, οικογενειακή ή επαγγελματική ζωή του υποδίκου έστω και αν είναι δυσμενείς δεν υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης».
Κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων
Στην Γενικός Εισαγγελέας ν Bourel κ.α. Ποιν. Εφ. 306/21 κ.α., ημερ. 28.12.21, το Ανώτατο Δικαστήριο ανάφερε ότι, σε μια τέτοια περίπτωση αυτό που εξετάζεται είναι το ‘’κατά πόσο οι φόβοι της Αστυνομίας για τέτοιο επηρεασμό είναι εύλογα δικαιολογημένοι στη βάση, βεβαίως, της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου (Σιημητρά ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 397).
Κριτήριο είναι οι πιθανοί κίνδυνοι να επηρεαστούν μάρτυρες. Στη Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 90, τονίστηκε πως η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει υποχρέωση να αποδείξει ότι θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων κατηγορίας αν ο κατηγορούμενος αφεθεί ελεύθερος.
Το Δικαστήριο θα διατάξει την κράτηση ενός υποδίκου, αν ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι υπάρχει κίνδυνος/πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων.
Το ζητούμενο δεν είναι αν θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων αλλά η πιθανολόγηση επηρεασμού μαρτύρων (Χολίεφ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 302/2018, ημερ. 4/2/2019). Ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων δεν αποτιμάται ως να είναι η δίκη του ατόμου, αλλά περί πιθανότητας ο λόγος, δικαιολογημένης βεβαίως, όπως έχει λεχθεί, μεταξύ άλλων στη Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689, Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, Φανιέρος ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 472 και Χουσεΐν ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 80/2019, ημερ.8/7/2019.
Η προσπάθεια ή η εκδήλωση επηρεασμού μαρτύρων σαφώς και καθιστά τον εν λόγω κίνδυνο υπαρκτό»
Κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων
Στην Σιακαλλής v. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 130, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε πως ούτε για αυτόν τον λόγο δεν αρκεί απλά μια γενική δήλωση.
Ο κίνδυνος θα πρέπει να είναι εύλογος και το κατά πόσο είναι κατάλληλη η κράτηση θα πρέπει να αποφασιστεί αφού εξεταστούν όλα τα περιστατικά της υπόθεσης και ιδιαίτερα το ιστορικό του κατηγορούμενου και ο χαρακτήρας του.[13]
Ο κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων λόγω προηγούμενων καταδικών, δεν τεκμαίρεται κατά τρόπο αυτόματο από την ύπαρξη ποινικού μητρώου. Το δικαστήριο θα εξετάσει την προηγούμενη καταδίκη για να διαπιστώσει κατά πόσο είναι συγκρίσιμη είτε στη φύση είτε στο βαθμό σοβαρότητας με τα υπό κατηγορία αδικήματα.[14]
Το δικαστήριο για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων δεν απατείται ακριβής μαρτυρία. Συγκεκριμένα, ‘’αρκεί αν με βάση όλα τα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει η πιθανότητα. Πλήρης απόδειξη της πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος δεν είναι εξ άλλου ούτε και θεωρητικά δυνατή. Διερωτάται κανένας πώς μπορεί να αποδειχθεί μία πιθανολόγηση. Το δικαστήριο μπορεί, τηρώντας πάντα ορισμένους κανόνες, να καταλήξει σε συμπεράσματα ως προς την πιθανότητα διάπραξης αδικήματος, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να αναμένεται ότι η πιθανότητα διάπραξης αδικήματος στο μέλλον μπορεί να αποδειχθεί με την αυστηρή έννοια του όρου. Η πιθανολόγηση αναφέρεται σε τάση για συγκεκριμένη συμπεριφορά του κατηγορούμενου στο μέλλον, για την οποία το δικαστήριο μπορεί να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα βασιζόμενο μεταξύ άλλων, στο ιστορικό του ή σε διάφορες άλλες περιστάσεις.»
Disclaimer:Το παρών άρθρο περιέχει πληροφορίες μόνο για γενική καθοδήγηση και δεν υποκαθιστά τις επαγγελματικές συμβουλές, τις οποίες πρέπει να ζητάτε πριν προβείτε σε οποιαδήποτε ενέργεια.
Συντάκτης
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κ. ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ Δ.Ε.Π.Ε.
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ
[1] Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 130 134
[2] Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 596
[3] Νίκος Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 790).
[4] Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 45, Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 48
[5] Κωνσταντινίδης ν Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 109
[6] Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 7, Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Τουμάζου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 70, Κ.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 114/23, ημερ. 22.06.23.
[7] Ευριπίδου ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 337, Κουννάς ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 423
[8] Θεοδωρίδης ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 139, Τσαπατσάρης ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 600, Mangouras v Spain, Application 12050/04 (2010) παρ. 79 Grand Chamber
[9] Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Cazanjian v Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 326, Adnan v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 183, Κουννά ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 423)
[10] Neumeister v Austria (No.1) (1979-80) 1 EHRR 91, Letellier v France (1992) 14 EHRR 83, παρ. 43) Stogmuller v. Austria (1979-80) 1 EHRR 155, παρ. 15, Human Rights and Criminal Justice, 3η έκδοση (2012), των Ben Emmerson QC, Andrew Ashworth QC, Alison Macdonald, παρ. 8-37).
[11] Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 790
[12] Stogmuller v. Austria (1979-80) 1 EHRR 155, παρ. 15, Kudla v. Poland (2002) 35 EHRR 11, Grant Chamber, παρ. 113-114)
[13] Muller v. France (1997) ECHR, App. 21802/92, παρ. 44, Veliyev v. Russia (2010) ECHR App. 24202, παρ. 155, και σύγγραμμα Human Rights and Criminal Justice (ανωτέρω) παρ. 8-44
[14] Ποινική έφεση 145/23 21.7.2023
Comments