top of page

ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΧΩΡΙΣ ΕΝΤΑΛΜΑ

  • Εικόνα συγγραφέα: Κωνσταντίνος Γ. Καζαντζής
    Κωνσταντίνος Γ. Καζαντζής
  • 6 Νοε 2023
  • διαβάστηκε 6 λεπτά

Σύμφωνα με το άρθρο 16(2) του Συντάγματος, είσοδος και έρευνα σε κατοικία στην απουσία εντάλματος, είναι δυνατή με την ρητή συγκατάθεση του ενοίκου.


Σε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου[1], όπου σχολιάστηκε εις βάθος Αμερικάνικη και Καναδική νομολογία, αποφασίστηκε πως σε συμφωνία με την Καναδική προσέγγιση, η εγκυρότητα της ρητής συγκατάθεσης και η αποτελεσματικότητα της, προϋποθέτει την δυνατότητα άσκησης επιλογής του ενοίκου, για τον αν θα επιτρέψει η όχι την είσοδο και έρευνα. Η επιλογή του να επιτρέψει την είσοδο και έρευνα θα έχει νόημα μόνο εάν γνώριζε το δικαίωμα του να αρνηθεί. Εάν τελικά συναίνεσε, θα πρέπει να αποδειχτεί ότι γνώριζε της συνέπειες αυτής του της συγκατάθεσης.


Τα ανωτέρω αποχτούν μεγάλη σημασία σε περίπτωση υπόπτων προσώπων, αφού απαιτούνται τέτοια κριτήρια όπως διασφαλιστεί η δίκαιη μεταχείριση τους κατά το ανακριτικό έργο της αστυνομίας, από ανάρμοστους τρόπους εξασφάλισης της συγκατάθεσης του.


Το Ανώτατο Δικαστήριο ακολούθως ανάφερε ότι «το δόγμα της παραίτησης από συνταγματικό δικαίωμα (doctrine of waiver), όπως εφαρμόζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά, στοχεύει στο να διασφαλιστούν τα συνταγματικά εχέγγυα καθ' όλη την ποινική διαδικασία και συνάδει με τις αρχές που έχει καθιερώσει η Κυπριακή νομολογία, ως προς τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων υπόπτου τα οποία προνοούνται στο Σύνταγμα, στο πλαίσιο του ανακριτικού έργου της Αστυνομίας, μέρος του οποίου είναι και η έρευνα.»


Όταν η έρευνα διεξάγεται στα πλαίσια της ρητής συγκατάθεσης του κατόχου του υποστατικού, αυτή πρέπει να δίδεται ελεύθερα και οικειοθελώς. Τούτο αποφασίζεται με βάση το σύνολο των γεγονότων και τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.


Στην State v. Johnson, 346 A. 2d 66 (N.J.1975) αναφέρθηκε ότι «the validity of a consent to a search, even in a non-custodial situation, must be measured in terms of waiver; i.e. where the State seeks to justify a search on the basis of consent it has the burden of showing that the consent was voluntary, an essential element of which is knowledge of the right to refuse consent». Δηλαδή για να διαπιστωθεί το εθελούσιο της συγκατάθεσης θα πρέπει να εξακριβωθεί προηγούμενος ότι ο ένοικος γνώριζε για το δικαίωμα του να αρνηθεί να δώσει τέτοια συγκατάθεση, αφού η γνώση του δικαιώματος της άρνησης αποτελεί κριτήριο για το εθελούσιο.


Κατά την Καναδέζικη νομολογία το κριτήριο του εάν ο κατηγορούμενος παραιτήθηκε από συνταγματικό του δικαίωμα εξετάζεται αυστηρά, με την Κατηγορούσα Αρχή να φέρει το βάρος απόδειξης στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Θα πρέπει να αποδειχτεί ότι η παραίτηση του έγινε ενώ ο ίδιος είχε πλήρη γνώση της ύπαρξης του δικαιώματος του να αρνηθεί και των συνεπειών που ελλοχεύουν από την παραίτηση.


Στην Clarkson v. The Queen, (1986) 1 S.C.R. 383, σελ. 394-5 αναφέρθηκαν τα εξής:

«Given the concern for fair treatment of an accused person which underlie such constitutional civil liberties….it is evident that any alleged waiver of this right by an accused must be carefully considered and that the accused's awareness of the consequences of what he or she was saying is crucial. Indeed, this Court stated with respect to the waiver of statutory procedural guarantees in Korponay v. Attorney General of Canada, 1982 CanLII 12 (SCC), that any waiver ".is dependent upon it being clear and unequivocal that the person is waiving the procedural safeguard and is doing so with full knowledge of the rights the Procedure was enacted to protect and of the effect the waiver will have on those rights in the process…..While this constitutional guarantee cannot be forced upon an unwilling accused, any voluntary waiver in order to be valid and effective must be premised on a true appreciation of the consequences of giving up that righ». Από τα ανωτέρω εξάγεται το συμπέρασμα ότι για να θεωρηθεί μια παραίτηση εθελούσια, έγκυρη και αποτελεσματική, θα πρέπει να βασίζεται στην πραγματική αντίληψη του κατηγορούμενου των συνεπειών της εγκατάλειψης του δικαιώματος.


Στην R. V. Wills 1992 CanLII 2780 (ON CA) αναφέρθηκε ότι «kknowledge of that right to refuse is central to the concept of waiver». Τονίστηκε και η δυναμική ενός αστυνομικού αιτήματος (request), στην ψυχολογία του ατόμου στο οποίο απευθύνεται. Τέτοια αιτήματα ενέχουν το στοιχείο της εξουσίας, και η συγκατάνευση, συμμόρφωση και η παράλειψη του ατόμου να αρνηθεί δεν συνιστούν συγκατάθεση.


Στην Goldman v. R, 1979 CanLII 60 (SCC) ελέχθηκε ότι «The consent given….must be voluntary in the sense that it is free from coercion. It must be made knowingly in that the consentor must be aware of what he is doing and aware of the significance of his act and the use to which the police may be able to make of the consent».


Η νομολογία του ΕΔΑΔ δέχεται ότι η έγκυρη συγκατάθεση προϋποθέτει την προηγούμενη δέουσα πληροφόρηση[2].


Εν κατακλείδι η συγκατάθεση του ενοίκου για να είναι έγκυρη και αποτελεσματική, προϋποθέτει την γνώση του δικαιώματος της άρνησης και των συνεπειών που απορρέουν από μια τέτοια συγκατάθεση.


Πλαίσιο στο οποίο επιτρέπεται η έρευνα


Η έρευνα είναι επιτρεπτή στην έκταση για την οποία ο ένοικος έδωσε προηγουμένως την συγκατάθεση του. Η συγκατάθεση στην έρευνα θεωρείται εύλογη μόνο εάν η έρευνα διεξάχθηκε μέσα στα όρια της συγκατάθεσης, γιατί τέτοια συγκατάθεση είναι παραίτηση από το δικαίωμα της απαίτησης για την έκδοση εντάλματος έρευνας. Άρα συνεπάγεται ότι η όποια έρευνα θα ακολουθήσει θα πρέπει να είναι μέσα στα όρια της συγκατάθεσης. Εάν η συγκατάθεση περιορίζεται σε συγκεκριμένα μέρη της κατοικίας τότε η αστυνομία δύναται να ερευνήσει χωρίς ένταλμα μόνο του τα μέρη που καλύπτει η συγκατάθεση. Για την υπόλοιπη κατοικία θα πρέπει να υπάρχει ένταλμα έρευνας[3].


Όταν η συγκατάθεση δίνεται από τρίτο πρόσωπο και όχι από τον ύποπτο ένοικο της κατοικίας.


Στις πλείστες των περιπτώσεων είναι ο ίδιος ο κατηγορούμενος που δίνει την συγκατάθεση του για την έρευνα της κατοικίας του. Υπάρχουν όμως και οι περιπτώσεις που η συγκατάθεση δίνεται από πρόσωπο άλλο από αυτό που θεωρείται ύποπτος για την διάπραξη αδικήματος, δηλαδή από ένα τρίτο πρόσωπο που είτε έχει συμφέρον ή κάποιο έλεγχο στην κατοικία ή μέρος αυτής, ή πρόσωπο το οποίο είναι στενά συνδεδεμένο με τον κατηγορούμενο.

Η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει ότι η συγκατάθεση δόθηκε από τρίτο πρόσωπο που είχε κοινή κατοχή και έλεγχο στην κατοικία, που του επιτρέπει να δώσει τέτοια συγκατάθεση έρευνας.


Το καθοριστικό κριτήριο είναι αν κατά τον ουσιώδη χρόνο το τρίτο αυτό πρόσωπο είχε την απαραίτητη κοινή εξουσία και/ή έλεγχο επι της προς έρευνα κατοικίας και όχι η σχέση ή συγγένεια του τρίτου προσώπου με τον ύποπτο.


Παρόλα αυτά η σχέση μεταξύ συζύγων που διαμένουν στην ίδια οικία θεωρείται κατά κανόνα πως παρέχει τον κάθε ένα κοινή κατοχή και έλεγχο στην κατοικία, που να επιτρέπει σε ένα εξ αυτών να δώσει συγκατάθεση για έρευνα.


Δεν υπάρχει μια φόρμουλα για την εξακρίβωση του εάν το τρίτο πρόσωπο είχε δικαίωμα να δώσει την συγκατάθεση, αλλά όλες οι περιστάσεις και γεγονότα της κάθε περίπτωσης θα εξεταστούν. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε «the decisive criterion in such cases is not the marital status or the existence of any other legal relationship between the parties but rather whether the consenting parties possessed at the relevant time the necessary common authority or joint control over the property searched; and in appropriate circumstances other persons sharing the use of premises are allowed to consent to warrantless searches that implicate their cohabitants. Τhe general rule, as recently elaborated by the Supreme Court, appears to be that the voluntary consent of any joint occupant or user of a residence or other property allowing a search of the premises or property jointly occupied or used is valid against the co-occupant or co-user, with the result that evidence discovered in the search may be used against him at a subsequent criminal trial. Most of the cases fit into this framework. Thus in one case, the girlfriend of the defendant was held to have authority to consent to a search of the defendant's apartment where she and the defendant had been living together and she had unrestricted access to the apartment as well as the use of it, and in another the defendant's grandmother and cousin were recognised as having power to consent to a search of his living quarters since all three were found to be sharing the same apartment. Other propositions that also emerge from the cases are the following. If a child is living at the home of his parents either the head of the household or the child's mother may allow a search of his living quarters, unless it is demonstrated that the child enjoys a special expectation of privacy in the area sought to be search that must be protected from intrusion by means of third-party consent, as in People v Nunn where the son had locked his bedroom and adjoining kitchenette and had told his other not to enter and not to allow anyone else to enter, the mother agreeing to this arrangement.»[4]


Disclaimer:Το παρών άρθρο περιέχει πληροφορίες μόνο για γενική καθοδήγηση και δεν υποκαθιστά τις επαγγελματικές συμβουλές, τις οποίες πρέπει να ζητάτε πριν προβείτε σε οποιαδήποτε ενέργεια.


Συντάκτης

Κωνσταντίνος Γ. Καζαντζής

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κ. ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ Δ.Ε.Π.Ε.

ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ



[1] ΓΕΩΡΓΙΟΥ κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 105/2019, 118/2019, 119/2019, 25/6/2021 [2] Kucera v. Slovakia, Αρ. 48666/99, 17 Ιουλίου 2007 [3] Search & Seizure, Constitutional ad Common Law, του Π. Γ. Πολυβίου, σελ. 209-210 [4] Search & Seizure, Constitutional ad Common Law, του Π. Γ. Πολυβίου, σελ. 214


Comments


Textured Wall

Στοιχεία Επικοινωνίας

Τηλ: 22877400

Fax: 22877403

Διεύθυνση

Ώρες Λειτουργίας

08:00 - 18:30, Δευ - Παρ

  • Facebook
  • LinkedIn

@Giorgos K. Kazantzis LLC 2023

bottom of page